αναπαμός

αναπαμός
αναπαμός, ο και ανάπαμα, το
το ξεκούρασμα, η ανάπαυση: Αυτός ο άνθρωπος αναπαμό δεν έχει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναπαμός — και αναπαημός, ο 1. ανάπαυση, ξεκούραση 2. ησυχία 3. θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναπαμός < αναπαύω. Ο τ. αναπαημός < ανεπάην, αόρ. τού αναπαύομαι] …   Dictionary of Greek

  • αναπαημός — ο βλ. αναπαμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”